ΓΕΩΡΓΙΑ ΡΑΒΑΝΗ ΛΑΚΑΣΑ
ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΜΒ. ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
( Παιδιών, Εφήβων και Ενηλίκων)
« Γνωστικές αλλαγές και τρόπος σκέψης κατά την εφηβεία».
Βασικά σημεία ως προς τα οποία αυτά διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα της παιδικής ηλικίας.
Η μετάβαση από τη νηπιακή στη μέση παιδική ηλικία συνοδεύεται από μια σειρά σημαντικών αλλαγών σε βιολογικό, γνωστικό και κοινωνικό επίπεδο. Τα παιδιά αλλάζουν ριζικά σε όλους τους τομείς και αρχίζουν να δομούν τόσο τη σκέψη τους όσο και την αίσθηση που έχουν για τον εαυτό τους. Αρχίζουν να αυτονομούνται σε προσωπικό επίπεδο αναφορικά με το ευρύτερο πλαίσιο της οικογένειας, ενώ και η σχέση τους με τους γονείς τους χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταλλάξεις. Ο ίδιος τύπος αλλαγών, αλλά με διαφορετικά στοιχεία και νόημα, παρατηρείται στη μετάβαση από τη μέση παιδική ηλικία στην εφηβεία. Οι μελετητές που έχουν ως αντικείμενο έρευνας τις εκφάνσεις και τις παραμέτρους της εφηβικής ηλικίας τονίζουν ότι οι συγκεκριμένες αλλαγές έρχονται να ολοκληρώσουν τον κύκλο ανάπτυξης κάθε ατόμου, που έχει αρχίσει από τη βρεφική ηλικία. Η Εφηβεία είναι για τα παιδιά μία «περίοδος ασάφειας και σύγχυσης αλλά και προκλήσεων, αλλαγών και ρήξεων με τον κόσμο που τα περιβάλλει», είναι η περίοδος που διαμορφώνεται η προσωπικότητά τους μέσα από την αναζήτηση νέων ρόλων, την αυτονόμησή τους και την απομάκρυνση από την οικογένεια, περίοδος κατά την οποία πρέπει να απαντήσουν με πειστικότητα στο θεμελιώδες και επίμονο ερώτημα «ποιος είμαι».
Θα επιχειρηθεί να παρουσιασθεί το θέμα των γνωστικών αλλαγών και του τρόπου σκέψης που έχουν οι έφηβοι, σε συνάρτηση με αυτές που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της μέσης παιδικής ηλικίας εστιάζοντας στα βασικά σημεία διαφοροποίησής τους.
Σκέψη και γνωστικές ικανότητες στην εφηβεία
Το τέλος της πρώτης δεκαετίας της ζωής οδηγεί (και οριοθετεί) συμβατικά και ουσιαστικά στο κατώφλι της εφηβικής ηλικίας. Πρόκειται, ίσως, για την κρισιμότερη περίοδο στη ζωή του ανθρώπου, εφόσον η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή χαρακτηρίζεται από μια σειρά σημαντικών αλλαγών σε βιοσωματικό, γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο. Αν και στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες κοινωνίες συναντούμε «μια σαφώς διατυπωμένη έννοια της εφηβείας ως ενδιάμεσου σταδίου ανάπτυξης μεταξύ της μέσης παιδικής ηλικίας και της ενήλικης ζωής», οι ερευνητές δεν φαίνεται να συμφωνούν για το αν και κατά πόσο η εφηβεία θα πρέπει να θεωρείται καθολικό, οικουμενικό αναπτυξιακό στάδιο. Οικουμενικό στάδιο η όχι, η περίοδος της εφηβείας σηματοδοτεί την αναζήτηση νέων ρόλων, προσωπικής αυτονομίας και μια προσπάθεια απαγκίστρωσης από το ευρύτερο πλαίσιο της οικογένειας. Ο έφηβος βρίσκεται μπροστά στις πρώτες υπαρξιακές του αναζητήσεις και σε συνδυασμό με τις πολυστρωματικές και πολυεπίπεδες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στη ζωή του, συγκροτεί σταδιακά το πλαίσιο αναφοράς μέσα στο οποίο καλείται να ολοκληρώσει τόσο την κοινωνικοποίηση του όσο και την προσωπική του ταυτότητα.
Ας δούμε τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της εφηβείας στο γνωστικό επίπεδο και στην αίσθηση που αποκτούν οι έφηβοι για τον εαυτό τους, σε σύγκριση με την παιδική ηλικία. Οι όποιες μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στις έρευνες δεν εμποδίζουν στο να είναι κοινός τόπος για τους θεωρητικούς της εφηβείας το γεγονός ότι η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή συνοδεύεται από την ανάπτυξη ενός νου διαφορετικής ποιότητας. Τα παιδιά που σιγά-σιγά αλλάζουν σε έφηβους, έρχονται αντιμέτωπα με νέα μοντέλα και νέες μορφές κοινωνικών σχέσεων, καθώς και με συνεπακόλουθες νεοπαγείς οικονομικές ευθύνες που απορρέουν από αυτές, οι οποίες απαιτούν σίγουρα πιο σύνθετες και πολύπλοκες μορφές σκέψης. Ο Daniel Keating στο κείμενό του Thinking processes in adolescence σταχυολογεί τα χαρακτηριστικά εκείνα που διακρίνουν τη σκέψη των εφήβων από τη σκέψη της μέσης παιδικής ηλικίας : α) Σκέψεις για τις δυνατότητες: Πρόκειται για την ικανότητα των εφήβων να σκέπτονται εναλλακτικές δυνατότητες, πέρα από την αμεσότητα του πρωτογενούς υλικού, β) Σκέψεις για το μέλλον: Οι έφηβοι σκέφτονται για πρώτη φορά το μέλλον τους, γ) Σκέψη μέσω υποθέσεων: Ικανότητα νοηματικής σύνθεσης και επεξεργασία υποθέσεων, δ) Σκέψεις για τη σκέψη: Ικανότητα να σκέφτονται πιο συστηματικά και πιο βαθιά από τα παιδιά, ε) Σκέψη πέρα από τα συμβατικά όρια: Οι σκέψεις που κάνουν οι έφηβοι πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα ηθικής, πολιτικής, θρησκείας κ.λ.π.
Την περίοδο της μέσης παιδικής ηλικίας, τα παιδιά «σημειώνουν αξιοσημείωτες αλλαγές σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης: το ύψος, το βάρος και η δύναμή τους αυξάνουν, παρατηρούνται αξιοσημείωτες αλλαγές στις γνωστικές τους ικανότητες και στην ικανότητα για επικοινωνία». Όσον αφορά στις γνωστικές τους ικανότητες, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι μεταξύ 6 και 8 ετών συνεχίζεται αμείωτα η ανάπτυξη του εγκεφάλου και των διαφόρων ειδών δραστηριότητας που εκδηλώνει. Υπάρχουν ενδείξεις που μαρτυρούν ότι οι επικείμενες αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου οδηγούν σε αλλαγές στη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων, αλλά θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί στην διατύπωση σχέσεων αιτιότητας, εφόσον δεν μπορεί κανείς να αποφανθεί με βεβαιότητα αν οι αλλαγές στον εγκέφαλο του παιδιού αυτής της ηλικίας προκαλούν τις αλλαγές στη συμπεριφορά του ή αν συμβαίνει το αντίστροφο.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η σκέψη των εφήβων αλλάζει δραστικά σε σχέση με αυτή των παιδιών. Γίνεται περισσότερο αναλυτική (ικανότητα διάσπασης επιμέρους νοητικών μορφών), συνθετική (ικανότητα συνένωσης στοιχείων σε σύνολο) και «προγραμματική» (ικανότητα σχεδιασμού για το μέλλον. Οι μελέτες της Inhelder και του Piaget με αντικείμενο έρευνας τη λειτουργία της σκέψης, τους οδήγησαν στην οριοθέτηση των νοητικών πράξεων και στη διάκριση μεταξύ συγκεκριμένης και τυπικής νόησης. Στην ορολογία του Piaget, μια νοητική πράξη είναι μια εσωτερικευμένη (νοητική) ενέργεια, η οποία συνδέεται με άλλες νοητικές ενέργειες και συντονίζεται μαζί τους ως μέρος ενός ευρύτερου λογικού συστήματος.
Το στάδιο της συγκεκριμένης νόησης αναφέρεται στα παιδιά από 6 έως 12 ετών. Σε αυτή την ηλικία τα παιδιά είναι ικανά για νοητικές ενέργειες, ενώ η λογική σκέψη τούς επιτρέπει να συνδυάζουν, να ξεχωρίζουν, να κατατάσσουν και να μετασχηματίζουν αντικείμενα και πράξεις. Οι εν λόγω νοητικές ενέργειες θεωρούνται συγκεκριμένες, γιατί πραγματοποιούνται παρουσία των αντικειμένων και των συμβάντων στα οποία απευθύνονται. Ο Piaget υποστήριξε πως οι εν λόγω νοητικές πράξεις που κάνουν την εμφάνισή τους με το πέρασμα από τη νηπιακή στη μέση παιδική ηλικία, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό όλες τις εκφάνσεις της ψυχολογικής λειτουργίας. Εφόσον τα παιδιά είναι σε θέση να κατανοήσουν πως ορισμένες πλευρές (όπως το μέγεθος, η πυκνότητα, το μήκος και ο αριθμός) των φυσικών αντικειμένων που έχουν μπροστά τους παραμένουν ίδιες, ακόμη κι αν μεταβάλλονται άλλες όψεις της εμφάνισης, ο κόσμος γύρω τους γίνεται πιο προβλέψιμος και οικείος. Με βάση τον παραπάνω συλλογισμό, ο Piaget πίστευε πως η λειτουργία των νοητικών πράξεων μπορεί να επηρεάσει και την ευρύτερη κοινωνική συμπεριφορά των παιδιών, μέσα από την καλύτερη κατανόηση των ηθικών και των κοινωνικών κανόνων.
Η τυπική νόηση εμφανίζεται στην εφηβεία όταν το άτομο αποκτά την ικανότητα να σκέφτεται συστηματικά όλες τις λογικές σχέσεις ενός προβλήματος. Οι έφηβοι προχωρούν ένα βήμα πιο μακριά από το «συγκεκριμένο» και παρουσιάζουν έντονο ενδιαφέρον για αφηρημένες έννοιες και για την ίδια τη διεργασία της σκέψης. Στους τυπικούς συλλογισμούς στους οποίους επιδίδονται οι έφηβοι ο κάθε κρίκος στην αλυσίδα του συλλογισμού σχετίζεται με το σύνολο του προβλήματος. Σκέφτονται και επεξεργάζονται την πολιτική και το νόμο, για παράδειγμα, ως αφηρημένες αρχές μπορούν, πλέον, να διακρίνουν την ευεργετική και όχι μόνο τη σωφρονιστική πλευρά του νόμου.
Μία ακόμη ειδοποιός διαφορά μεταξύ του τρόπου σκέψης των παιδιών και των εφήβων, είναι ότι οι τελευταίοι, μέσα από τη δευτερογενή σκέψη που αποκτούν, έχουν την ικανότητα να κατασκευάζουν λογικές αποδείξεις, των οποίων τα συμπεράσματα ακολουθούν μια λογική αναγκαιότητα (Βοσνιάδου, 1999β). Αυτή η λειτουργία σχετίζεται με τον λεγόμενα παραγωγικό συλλογισμό. Στην απλή μορφή ενός παραγωγικού συλλογισμού έχουμε μια γενική πρόταση η οποία ακολουθείται από τη δήλωση μιας συγκεκριμένης πρότασης και έπειτα από το συμπέρασμα. Αν οι προτάσεις αυτές είναι σωστές, τότε και το συμπέρασμα θα είναι σωστό. Ο Willis Overton (1990) μελέτησε διεξοδικά την ικανότητα παιδιών και εφήβων για παραγωγικούς συλλογισμούς, και με βάση τα αποτελέσματα των ερευνών του υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη ικανότητα εμφανίζεται στην εφηβεία. Μία ακόμη διαφορά ανάμεσα στα παιδιά και τους εφήβους έγκειται στο γεγονός ότι τα παιδιά αναπτύσσουν τη λεγόμενη επαγωγική λογική (αυτό που βλέπουν ισχύει για τα πάντα), ενώ οι έφηβοι έχουν πιο αφαιρετική σκέψη και μια αληθή λογική επί πιθανών υποθετικών δεδομένων.
Οι έρευνες του Piaget τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι, εφόσον τόσο οι τυπικές νοητικές ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε όλους τους τομείς της εφηβικής σκέψης όσο και οι κοινωνικές συνθήκες που προκαλούν τις τυπικές νοητικές ενέργειες – δηλαδή, οι απαιτήσεις των ενήλικων ρόλων και ευθυνών που ετοιμάζονται να επωμισθούν οι νέοι – είναι εξίσου οικουμενικό κομμάτι όσο και η ήβη. Οι μελέτες, όμως, των Siegler και Liebert (1975) έδειξαν ότι τα παιδιά στα πρόθυρα της εφηβείας έχουν την ικανότητα συστηματικής σκέψης, του λογικού χειρισμού των μεταβλητών που σηματοδοτεί την τυπική νόηση, μόνο αν τους δοθεί η κατάλληλη καθοδήγηση και αν τα οφέλη του συστηματικού χειρισμού είναι σαφή.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να προσθέσουμε το πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά και οι έφηβοι την ηθική, εφόσον η αλλαγή τρόπου σκέψης επιφέρει και αλλαγές στον συγκεκριμένο τομέα. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας χαρακτηρίζουν μια πράξη καλή ή κακή ανάλογα αν αυτή έχει παραβιάσει τους κανόνες που έχουν θέσει οι ενήλικες ή όχι. Αυτό το είδος ηθικού συλλογισμού ο Piaget το ονόμασε ηθική του εξαναγκασμού ή της ετερονομίας. Τα παιδιά μεγαλώνοντας κατανοούν πως οι κανόνες δεν είναι αμετάβλητοι, αλλά μπορούν να αλλάξουν όταν συμφωνήσουν όλοι. Πρόκειται τώρα για την ηθική της συνεργασίας και της αυτόνομης ηθικής σκέψης, που επιτυγχάνεται περίπου στην ηλικία των 10 ετών. Κατά τον Lawrence Kohlberg που επεξέτεινε την θεωρία του Piaget για την ηθική ανάπτυξη στους εφήβους και ενήλικες, οι έφηβοι αναπτύσσουν ένα είδος ηθικού συλλογισμού με βάση την αμοιβαιότητα, ο οποίος τους επιτρέπει να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους .
Αναφορικά στην εξήγηση του Piaget και την τυπολογία των γνωστικών σταδίων ανάπτυξης που πρότεινε, υπάρχουν ερευνητές που την αμφισβήτησαν και αναζήτησαν εναλλακτικές οδούς στη μελέτη της εφηβικής σκέψης. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της επεξεργασίας πληροφοριών για τη σκέψη των εφήβων, με πρωτοπόρο τον Robert Siegler (1996), οι έφηβοι –σε σύγκριση πάντα με τα παιδιά– έχουν αναπτύξει μια σειρά από αποτελεσματικότερες στρατηγικές για την επίλυση προβλημάτων και είναι πιο ικανοί να διατηρούν πληροφορίες στη μνήμη τους, ενώ συσχετίζουν μεταξύ τους τις συνιστώσες μιας δοκιμασίας. Τα αποτελέσματα των ερευνών τους μάς προσφέρουν πρόσθετες ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η ανάπτυξη των συλλογισμών εξαρτάται από το να μάθει κανείς να επιλέγει και να εφαρμόζει λογικές στρατηγικές συστηματικά και δεν είναι θέμα απόκτησης μιας νέας ποιότητας σκέψης.
Ο Heinze Werner και ο Bernard Kaplan (1952) επιχείρησαν να εξηγήσουν την αυξημένη ικανότητα χρήσης αφηρημένων εννοιών που έχουν οι έφηβοι εστιάζοντας την προσοχή τους στη σχέση μεταξύ σκέψης και γλώσσας. Σύμφωνα με το θεωρητικό τους μοντέλο, η ικανότητα αυτή έχει άμεση σχέση με τον τρόπο που οι έφηβοι δίνουν νόημα σε άγνωστες λέξεις και με το πώς συνάγουν σχέσεις ανάμεσα σε οικείες λέξεις. Τα πειράματα που διεξήχθηκαν στην εν λόγω έρευνα για την ανάπτυξη των λεκτικών εννοιών υποδηλώνουν ότι οι νέες δομές του νοήματος των λέξεων αρχίζουν να σχηματίζονται κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Τέλος, εκεί που ο Piaget αναζητούσε τα δομικά στοιχεία μιας ενιαίας λογικής στη βάση της ενήλικης σκέψης, οι θεωρητικοί του πολιτισμικού πλαισίου υπογράμμιζαν την αναγκαιότητα ανάλυσης των διάφορων πλαισίων, μέσα στα οποία βρίσκονται και αναπτύσσονται οι έφηβοι. Τα διαφορετικά πλαίσια ενέχουν διαφορετικούς βαθμούς συστηματικής σκέψης.
Βιβλιογραφία
Βοσνιάδου, Σ. (1999). Κείμενα εξελικτικής ψυχολογίας. Σκέψη. Αθήνα: Gutenberg.
Γαλανάκη, Ε. (2003). Θέματα αναπτυξιακής ψυχολογίας. Αθήνα: Ατραπός.
Νόβα-Καλτσούνη, Χ., Μακρή-Μπότσαρη, Ε. & Τσιμπουκλή, Α. (2008). Θέματα εφηβείας. Πάτρα: ΕΑΠ.
Νόβα-Καλτσούνη, Χ. (2008). Η ανάπτυξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Πάτρα: ΕΑΠ.
Cole, M., & Cole, S. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών. Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Cole, M., & Cole, S. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών. Εφηβεία. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Dunn, J. (1999). Οι στενές προσωπικές σχέσεις των μικρών παιδιών. Αθήνα: Τυπωθήτω.